Άφροδίτη

Άφροδίτη
Άφροδίτη
Grammatical information: f.
Meaning: goddess of love (Il.)
Dialectal forms: Cypr. ᾽Αφοροδίτα, Cret. ᾽Αφορδίτα
Derivatives: Άφροδιτάριον an eyesalve (Gal.), Άφροδιταρίδιον `darling' (Pl. Com.). Adj. Άφροδίσιος `belonging to A.' (Ion.-Att.), subst. Άφροδίσιον `temple of A.'; with ἀφροδισιακός; but Άφροδισιασταί `the adorants of A.' (Rhodos) cf. Άπολλωνιασται.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.?
Etymology: The connection with ἀφρός (Kretschmer KZ 33, 267) or other explanations (E. Maaß N. Jb. f. d. klass. Altertum 27, 457ff.) are now abandoned. - As the goddess seems to be of oriental origin (Burkert, Religion 152ff.), her name will also come from there. A possibility is the Semitic name of the goddess Aštoret, Astarte (Hommel N. Jb. f. klass. Philol. 125 [1882], 176); cf. Burkert l.c. 248 n. 18. It may have reached the Greeks through another language. - Less probable Hammarström Glotta 11, 21 5f.: Άφροδίτη the `Herrin, Vorsteherin, Fürstin', to Pre-Greek πρύτανις, etr. (e)prʮni.
Page in Frisk: 1,196-197

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αφροδίτη — I Η θεά του έρωτα στην αρχαία ελληνική μυθολογία. Συμβόλιζε το ένστικτο και τη ζωική δύναμη της αναπαραγωγής και της γονιμότητας. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία, την παρουσιάζει να γεννιέται από τους αφρούς των κυμάτων, ύστερα από τη γονιμοποίηση του… …   Dictionary of Greek

  • Ἀφροδίτη — Ἀφροδί̱τη , Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδίτη — ἀφροδί̱τη , Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀφροδίτῃ — Ἀφροδί̱τῃ , Ἀφροδίτη Aphrodite fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδίτῃ — ἀφροδί̱τῃ , Ἀφροδίτη Aphrodite fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γρηγοριάδου, Αφροδίτη — (Ρωσία 1940 –). Ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Σπούδασε στη δραματική σχολή του Εθνικού Θεάτρου και με την αποφοίτησή της, το 1962, έκανε το θεατρικό της ντεμπούτο στο έργο του Πιραντέλο Απόψε αυτοσχεδιάζουμε. Λίγο νωρίτερα είχε… …   Dictionary of Greek

  • Κνιδία Αφροδίτη — Επίκληση της Αφροδίτης στην Κνίδο της Καρίας και άγαλμα της θεάς, που φιλοτέχνησε ο Πραξιτέλης. Το άγαλμα αυτό αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς ως ένα από τα καλύτερα έργα του γλύπτη. Κατά τον Λουκιανό, ο οποίος το είδε, ήταν κατασκευασμένο από… …   Dictionary of Greek

  • Λαουτάρη, Αφροδίτη — (1897 – 1975). Ηθοποιός του ελαφρού μουσικού θεάτρου. Ξεκίνησε την καλλιτεχνική της σταδιοδρομία στη χορωδία οπερέτας του θεάτρου Παπαϊωάννου. Η πλούσια φωνή της και οι σκηνικές της επιτυχίες την ανέδειξαν πρωταγωνίστρια στο έργο Πικ Νικ των… …   Dictionary of Greek

  • АФРОДИТА —    • Άφροδίτη,          Venus, по Гомеру (Iliad. 5, 1, 371. 428), дочь Зевса и Дионы, по Гесиоду (Hesiod. theog. 190), произошла из морской пены (αφρός) и вышла на сушу на острове Кипр (отсюда ηφρογένεια, Άναδυμένη, Κυπρογένεια). Это богиня… …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἀφροδῖται — Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀφροδῖται — Ἀφροδίτη Aphrodite fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”